Ένα παραμύθι με βαθύ νόημα

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος, ο οποίος ήταν παρά πολύ τεμπέλης. Ήταν μάλιστα τόσο τεμπέλης, που βαριόταν μέχρι και το φαΐ του να φτιάξει. Δεν φτάνε όμως μόνο αυτό, αλλά είχε και πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Θεωρούσε ότι ήταν ο καλύτερος από όλους σε αυτή τη ζωή και ότι όλα τα πλάσματα όφειλαν να τον υπηρετούν. Έτσι λοιπόν μια μέρα, μέσα στην τόση τεμπελιά και υπεροψία του, αποφάσισε να γυρέψει εις βάρος αλλωνών, όπως πάντα, την τροφή του.
Καθώς περπατούσε, βλέπει ένα χωράφι γεμάτο δέντρα καρποφόρα. Ο τεμπέλης άνθρωπος, κοίταξε τριγύρω του και δεν είδε κανέναν να το φυλάει, οπότε αποφάσισε να μπει και να κλέψει μερικά φρούτα. Μόλις όμως μπήκε μέσα κι άρχισε να σκαρφαλώνει σε μια μηλιά, τον είδε ο αγρότης - ιδιοκτήτης και έτρεξε να τον συλλάβει. Ο τεμπέλης, όταν είδε τον αγρότη να έρχεται με μια βέργα στο χέρι, φοβήθηκε, το ‘βαλε στα πόδια και έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος.
Αφού ξεθάρρεψε και ένιωσε ασφαλής, άρχισε να εξερευνά το δάσος. Κάποια στιγμή είδε μια αλεπού, που της έλειπαν τα δυο από τα τέσσερα της πόδια. Φαινόταν όμως ευτυχισμένη. Ο τεμπέλης σκέφτηκε, πώς μπορεί αυτή η αλεπού να παραμένει ζωντανή σε τέτοια κατάσταση και μάλιστα να είναι ευτυχισμένη, αφού δεν μπορεί να τρέξει και να κυνηγήσει για την τροφή της αλλά και πώς μπορεί να προστατευθεί από ισχυρότερα σαρκοφάγα ζώα του δάσους.Ξάφνου, είδε ένα λιοντάρι να έρχεται προς την αλεπού με ένα κομμάτι κρέας στο στόμα του. Όλα τα ζώα κρύφτηκαν από το φόβο τους για να σωθούν. Ο τεμπέλης άνθρωπος, γεμάτος περιέργεια, αναρριχήθηκε στο πιο ψηλό δέντρο και από ‘κει ψηλά παρατηρούσε. Αλλά αυτό που συνέβη τον άφησε άναυδο. Το λιοντάρι πλησίασε την αλεπού, άφησε το κρέας στα πόδια της και έφυγε.
Ο τεμπέλης σκέφτηκε ότι για να μπορεί να συμβεί αυτό στην αλεπού, να την υπηρετεί δηλαδή το λιοντάρι, θα μπορεί να συμβεί και στον ίδιο. Έτσι, βγαίνει από το δάσος, πηγαίνει στο ξέφωτο και θρονιάζεται σε μια πέτρα, περιμένοντας κάποιον να του φέρει φαγητό. Και περίμενε, και περίμενε.. Πέρασαν λεπτά, ώρες, μέρες. Κάποια στιγμή, μην αντέχοντας άλλο την πείνα, σηκώθηκε και πήρε το δρόμο. Καθώς περιπατούσε, βρήκε τον σοφό του κόσμου. Του διηγήθηκε με λίγα λόγια τι του είχε συμβεί. Ο σοφός του έδωσε ψωμί και νερό από το ταγάρι του. Αφού έφαγε λαίμαργα, ρώτησε: «Σοφέ, η ζωή, ενώ συμπόνεσε την κουλή αλεπού, γιατί είναι τόσο σκληρή μαζί μου??». Ο σοφός χαμογελώντας διακριτικά του απάντησε: « Είναι αλήθεια ότι η ζωή χαμογέλασε στην κουλή αλεπού. Και σίγουρα πιστεύω ότι είσαι και εσυ στην εύνοια της ζωής. Έχεις ερμηνεύσει όμως λάθος τον σκοπό σου. Η ζωή δεν σε θέλει σαν την αλεπού, αλλά σαν το λιοντάρι.»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις